top of page

ΔΥΟ ΚΑΛΑ ΛΟΓΙΑ ΑΛΗΘΙΝΑ

μια χριστουγεννιάτικη ιστορία της Κατερίνας Τζωρτζακάκη, ψυχολόγου/συγγραφέα

Μια φορά κι έναν καιρό πλησίαζαν τα Χριστούγεννα…

 

Όλα ήταν στολισμένα, οι δρόμοι, τα σπίτια, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα…

 

Στο σπίτι μιας γιαγιάς, που ζούσε μόνη της, κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, μέσα στη φάτνη ήταν ένα προβατάκι.

Ήταν λίγο ανήσυχο. Δεν του άρεσε να περιμένει. Γκρίνιαζε διαρκώς.

 

«Βαρέθηκα εδώ μέσα! Θέλω να βγω έξω, στους δρόμους! Να δω τον κόσμο, να περπατήσω, να ζήσω περιπέτειες! Όλον τον χρόνο κλεισμένος στο πατάρι και τώρα εδώ κάτω χωρίς να κάνω τίποτα…»

«Κάνε  λίγη υπομονή, του έλεγε το γαϊδουράκι της φάτνης. Θα έρθει σε λίγες μέρες ο Άγιος Βασίλης.»

 

Όμως το προβατάκι δεν είχε υπομονή…

Κι έτσι, μια μέρα πριν έρθουν τα Χριστούγεννα, όταν η γιαγιά άνοιξε τη μπαλκονόπορτα για να απλώσει τα ρούχα όρμησε έξω!

 

«Περίμενε, προβατάαακι!», φώναξε το γαϊδουράκι μα ήταν αργά. Το προβατάκι είχε ήδη πηδήξει από το μπαλκόνι και είχε βγει στον δρόμο.

Περπατούσε για ώρες μέχρι που βγήκε σε έναν δρόμο με πολλά μαγαζιά. Ήταν χαρούμενο μα και φοβισμένο. Αυτός ο κόσμος του ήταν ξένος. Άνθρωποι πολλοί περπατούσαν με σακούλες ή και χωρίς.  Περπατούσαν σκεφτικοί ή μελαγχολικοί ή άλλοι ήταν θυμωμένοι και μάλωναν ο ένας με τον άλλον. Του έκανε εντύπωση αυτό. Του είχαν πει πως τα Χριστούγεννα όλοι ήταν αγαπημένοι.

 

«Δύσκολα τα πράγματα…», άκουσε μια φωνή από δίπλα.

Γύρισε και είδε ένα ποντικάκι που του έκλεισε το μάτι.

«Νόμιζα πως όλοι θα ήταν χαρούμενοι…», είπε το προβατάκι δειλά.

«Κάποιοι είναι, μα λίγοι. Οι περισσότεροι στενοχωριούνται που δεν έχουν όσα θα ήθελαν. Κι άλλοι θυμώνουν με αυτό και μαλώνουν με τους άλλους. Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο;», είπε το ποντικάκι.

 

Το προβατάκι κοίταξε απορημένο.

«Ένα μαύρο σύννεφο έχει απλωθεί πάνω από την πόλη…»

Το προβατάκι σήκωσε το κεφάλι. Ένα μαύρο σύννεφο, απειλητικό έκρυβε τα αστέρια.

Γύρω του όλο και περισσότεροι άνθρωποι στενοχωρημένοι, όλο και περισσότερες φωνές, θυμός και άσχημα λόγια.

 

Ξαφνικά ακούστηκαν καμπανάκια…

Κι ύστερα ένα μεγάλο…

Μπαμ!

Το προβατάκι και το ποντικάκι έτρεξαν προς το μέρος από όπου ακούστηκε ο θόρυβος.

Και τι να δουν! Κάτω από ένα ψηλό δέντρο…

 

Ήταν ο Άγιος Βασίλης!

Το έλκηθρο ήταν πεσμένο κάτω.

Οι τάρανδοι είχαν λυθεί.

Ο σάκος του είχε ανοίξει και όλα τα δώρα είχαν σπάσει.

«Με αυτό το μαύρο σύννεφο δεν μπορούσα να δω μπροστά μου! Έπεσα στο ψηλό δέντρο! Καταστροφή! Τα παιδιά δεν θα πάρουν δώρα», έλεγε ο Άγιος Βασίλης και χοροπηδούσε πανικόβλητος.

 

Το ποντικάκι που ήταν πολύ τολμηρό τον πλησίασε.

«Θα σε βοηθήσουμε εμείς, Άγιε Βασίλη! Θα σώσουμε τις γιορτές. Πες μας τι θέλεις και θα το κάνουμε!»

«Μα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα… Τα παιχνίδια καταστράφηκαν. Όλα τα παιδιά αύριο θα είναι λυπημένα…»

«Μα είναι πραγματικά καταστροφή…» , είπε το προβατάκι.

«Κάτι θα μπορούμε να κάνουμε, είπε το ποντικάκι αποφασιστικά. Ένα λεπτό! Έχω μια ιδέα!»

«Τι;» είπε ο Άγιος Βασίλης και σταμάτησε να χοροπηδάει.

«Στην αποθήκη που κρύβομαι κρυφοκοίταξα ένα αγόρι, όταν σου έγραφε το γράμμα. Δεν ζήτησε παιχνίδι. Ζήτησε… Κάτι άλλο…»

«Τι;», ρώτησαν ο Άγιος Βασίλης και το προβατάκι ταυτόχρονα.

«Ζήτησε δυο λόγια καλά αληθινά!», είπε το ποντικάκι.

«Το θυμάμαι! Το διάβασα αυτό το γράμμα! Νόμιζα πως ήταν φάρσα και δεν του έδωσα σημασία…», είπε ο Άγιος Βασίλης σκεπτικός.

«Δεν ήταν φάρσα. Αυτό το αγόρι είπε πως είχε παιχνίδια και πως από τη ζωή του του λείπουν δυο καλά λόγια αληθινά.»

«Δυο καλά λόγια αληθινά αρκούν για να γεμίσει αστέρια η καρδιά σου», είπε το προβατάκι.

«Τότε πάμε! Πάμε να δώσουμε σε κάθε παιδί δυο καλά λόγια αληθινά!», φώναξε ο Άγιος Βασίλης και ανέβηκε στο έλκηθρο.

«Πάμε!», είπαν το προβατάκι και το ποντικάκι κι ανέβηκαν κι αυτά στο έλκηθρο με ενθουσιασμό αλλά και αγωνία.

 

Πήγαν πρώτα στο αγόρι που είχε γράψει το γράμμα.

«Σε περίμενα, Άγιε Βασίλη…», είπε το αγόρι.

«Έχω για σένα δυο καλά λόγια αληθινά», είπε ο Άγιος Βασίλης και του ψιθύρισε στο αυτί τα λόγια αυτά.

Στο άκουσμά τους η καρδιά του παιδιού γέμισε με αστέρια.

«Τα χρειαζόμουν! Κάθε παιδί τα χρειάζεται… Οι μεγάλοι μερικές φορές το ξεχνάνε…», είπε το παιδί και αγκάλιασε τον Άγιο Βασίλη.

«Λες να αρέσουν και στα άλλα παιδιά; Δεν έχω παιχνίδια να τους δώσω», ρώτησε με αγωνία ο Άγιος Βασίλης.

«Στην αρχή μπορεί να απογοητευτούν όταν δεν δουν παιχνίδι. Μα όταν ακούσουν δυο καλά λόγια αληθινά, θα γεμίσει με αστέρια η καρδιά τους…»

«Σε ευχαριστώ, μικρέ μου φίλε, είπε ο Άγιος Βασίλης. Νομίζω πως μας έσωσες!»

 

Το αγόρι είχε δίκιο. Στις επόμενες επισκέψεις του Άγιου Βασίλη τα παιδιά απογοητεύονταν όταν τον έβλεπαν χωρίς σάκο. Όταν όμως τους ψιθύριζε τα λόγια που έβγαιναν από τη ζεστή καρδιά του, χαμογελούσα γλυκά, σαν μαγεμένα. Για κάποια ήταν εμπειρία πρωτόγνωρη.

 

Ο Άγιος Βασίλης, το ποντικάκι και το προβατάκι της φάτνης επισκέφθηκαν όλα τα σπίτια. Οι καρδιές όλων των παιδιών της πόλης γέμισαν αστέρια.

Το επόμενο πρωί οι γονείς τους τα ρώτησαν τι έφερε ο Άγιος Βασίλης. Κι εκείνα τους απάντησαν με δυο καλά λόγια αληθινά. Και γέμισαν αστέρια και οι καρδιές των γονιών τους. Κι ύστερα οι γονείς βγήκαν έξω και είπαν δυο καλά λόγια αληθινά στους γείτονες. Κι εκείνοι στους φίλους τους. Και έτσι λίγο-λίγο οι καρδιές όλων γέμιζαν αστέρια. Και το μαύρο σύννεφο άρχισε να διαλύεται καθώς τα αστέρια απλώνονταν στον ουρανό. Ήταν αστέρια, όχι σαν αυτά που βγαίνουν τη νύχτα. Αστέρια αόρατα και μαγικά, που μας δίνουν τη δύναμη να συνεχίζουμε.

 

Ο Άγιος Βασίλης επέστρεψε στη χώρα του, το ποντικάκι στην αποθήκη και το προβατάκι της φάτνης στο σπίτι της γιαγιάς. Η γιαγιά ήταν αλλαγμένη. Τα μάτια της έλαμπαν και χαμογελούσε. Ο ταχυδρόμος που πέρασε το πρωί της είπε κι εκείνης δυο καλά λόγια αληθινά…

bottom of page